αερόθερμο

αερόθερμο
το τεχνολ.
αυτόνομη συσκευή θερμάνσεως αέρα, που περιλαμβάνει διάταξη παραγωγής θερμότητας και ανεμιστήρα έτσι, ώστε ο θερμός αέρας να διοχετεύεται στον χώρο που θέλουμε να θερμανθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < αήρ, -έρος + θερμός, πρβλ. γαλλ. aerotherme].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αερόθερμο — το συσκευή θέρμανσης που ζεσταίνει το χώρο στέλνοντας ρεύμα θερμού αέρα: Ένα δωμάτιο του σπιτιού μας το ζεσταίνουμε με αερόθερμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αερόθερμος — η, ο 1. αυτός που θερμαίνεται με ζεστό αέρα 2. το ουδ. ως ουσ. το αερόθερμο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < αήρ, έρος + θερμός, πρβλ. γαλλ. aerotherme] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”